- ζωολατρικός
- η , ό[ν] обожествляющий животных
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωολατρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωολατρία ή στον ζωολάτρη («ζωολατρικές θρησκείες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωολατρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως] … Dictionary of Greek